- ἐκνίτρωσις
- ἐκνίτρ-ωσις, εως, ἡ, Orib.Fr.74.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐκνίτρωσις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκνίτρωση — η (AM ἐκνίτρωσις) καθαρισμός με νίτρο, απονίτρωση … Dictionary of Greek